μετούσιος

μετούσιος
μετούσιος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατώτερος τού όντος, τής υπάρξεως τής ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. αν-ούσιος, περι-ούσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετούσιον — μετούσιος inferior to Being masc/fem acc sg μετούσιος inferior to Being neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετουσιώνω — (ΑΜ μετουσιῶ, όω) [μετούσιος] 1. μεταβάλλω την ουσία, τη φυσική υπόσταση πράγματος νεοελλ. μσν. (το παθ.) μετουσιώνομαι (για τον άρτο και τον οίνο τής θείας μεταλήψεως) μετατρέπομαι σε σώμα και αίμα Χριστού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”